- αλυκός
- I
Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Σκίρωνα, που πήρε μέρος στην εκστρατεία των Διόσκουρων εναντίον της Άφιδνας για την απελευθέρωση της αδελφής τους Ελένης. Σκοτώθηκε και ενταφιάστηκε στα Μέγαρα.IIΑρχαία πόλη της Ερμιονίδος. Παλαιότερα τη συσχέτιζαν λαθεμένα με το μικρό νησί Χηνίτσα, δηλαδή, την αρχαία Αλιούσα.* * *ἁλυκός, -ή, -όν (Α)1. αλμυρός2. ο λίγο αλμυρός, υφάλμυρος, γλυφός3. «Ἁλυκὴ θάλασσα», στην Π. Διαθήκη η Νεκρά θάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς το -υ- τού θ. δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βεβαιότηταπιθ. να οφείλεται σε επίδραση τής λ. ἁλμυρός.ΠΑΡ. αρχ. ἁλυκάτος, ἁλυκεία, ἁλυκίς, ἁλυκότης, ἁλυκώδηςνεοελλ.αλυκή].
Dictionary of Greek. 2013.